ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2007

Ζωγραφίζοντας μια ιστορία - "ΤΟ ΤΑΜΑ" του Γύζη


Θα αναρωτηθείτε μα καλά πως από τις παραδόσεις και τις ιστορίες ανακατεύτηκες με πίνακες ζωγραφικής? Θα σας πω . Ελαβα μια πρόσκληση από τον Antoine να επισκεφτώ το blog που έχει φτιάξει με μια μικρή ομάδα νεαρών δημιουργών. Ομολογώ πως βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την σκέψη τους να αφιερώνουν κάθε Δευτέρα ένα post σε κάποιον πίνακα ζωγραφικής.

Θα προσπαθήσω λοιπόν κάποιες Δευτέρες με αφορμή έναν πίνακα να "ζωγραφίζω" μια φανταστική η πραγματική ιστορία. Ξεκινώ λοιπόν αυτό το αφιέρωμα, λόγω των ημερών, με μια λαϊκή παράδοση :
Τ Ο Τ Α Μ Α

Παραμονές δεκαπενταύγουστου. Οι μεγαλουπόλεις ερήμωσαν. Ολοι έχουν μετακινηθεί είτε στα πάτρια εδάφη των προγόνων τους, είτε σε κάποια ελληνική γωνιά με σκοπό να κλέψουν λίγο όνειρο χαλάρωσης, από αυτά τα όνειρα που διαρκούν λίγο. Εγώ ακόμη δεν έχω φύγει για διακοπές, απομακρύνομαι από τη μεγαλούπολη μονάχα τα Σαββατοκύριακα. Αυτή η περίοδος κοντά στον δεκαπενταύγουστο είναι η μοναδική εποχή που μπορεί κανείς να κάνει όνειρα εδώ, επειδή τα πάντα ησυχάζουν και η Αθήνα γίνεται μια ανθρώπινη πόλη, μπορεί επί τέλους να σκεφτεί κανείς πιό ήρεμα. Μπορεί να απολαύσει κάποιες ομορφιές και να ταξιδέψει νοερά μακριά από την βοή και τον συνωστισμό.....Να περπατά κανείς ξυπόλητος στη μέση της Πανεπιστημίου χωρίς να κινδυνεύει να τον ισοπεδώσουν τα αυτοκίνητα.

Μέσα σε αυτή τη σιγή αποφάσισα την Παρασκευή να επισκεφτώ για άλλη μια φορά την Εθνική Πινακοθήκη... Αγαπώ να περιφέρομαι ανάμεσα στους τεράστιους πίνακες ζωγραφικής και να τρυπώνω στον μικρόκοσμο των ζωγράφων. Παρατηρώ πολλή ώρα κάποιον πίνακα και προσπαθώ να φανταστώ ποιά ιστορία μπορεί να ενέπνευσε τον καλλιτέχνη να δημιουργήσει τον συγκεκριμένο πίνακα. Αυτή τη φορά κοντοστάθηκα μπροστά σε έναν λίγο μελαγχολικό πίνακα. Διαβάζω στο ταμπελάκι :

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΥΖΗ - ΤΟ ΤΑΜΑ (1885)
ΠΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΖΩΓΡΑΦΙΣΟΥΜΕ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ......

Βρισκόμαστε στον 19ο αι. Ενα νησί κείται ξαπλωμένο μέσα στη θάλασσα. Στο νησί αυτό η φύση δεν στάθηκε απλόχερη, ξερικό καθώς είναι, το μόνο που διαθέτει πλούσιο είναι οι αέρηδες. Γι αυτό και οι άνθρωποι δεν κάθονταν στον τόπο. Ξενιτεύονταν, γίνονταν σφουγγαράδες....

Ενας από αυτούς ήταν ο Κωσταντής, μοναχογιός και κανακάρης, που σαν παιδί σφουγγαρά βουτούσε κι εκείνος στης θάλασσας τα βάθη,γνώρισε του σφουγγαρά τα πάθη. Από τότε που ήταν μωρό τον νανούριζαν με ένα νανούρισμα αλλοιώτικο από τα άλλα : "Κοιμήσου χαϊδεμένο μου, κοιμήσου Κανακάρη, να μεγαλώσης γλήγορα, να πάης στο Σφουγγάρι". Οκτώ μερών νύφη ήταν η Ελένη όταν έφυγε ο Αντρέας για ταξίδι μακρυνό, δεν τον ξανάδε, αυτή ήταν η μοίρα των περισσότερων σφουγγαράδων, τυχεροί μοναχά όσοι γυρνούσαν υγιείς στο νησί τους. Πολλοί από αυτούς "χτυπημένοι" από την αρρώστεια της Μηχανής (την νόσο των δυτών)γύρναγαν στο νησί και το έριχναν στο κρασί (χωρίς ρο). Για τον Αντρέα είπανε πως κάποια μέρα παράτησε το νησιώτικο καϊκι και μπαρκάρησε σε ένα ξενικό και από τότε χάθηκε κάπου εκεί στη ξενιτειά...κανείς δεν έμαθε νέα του...

Η Ελένη όμως κάθε σούρουπο κατέβαινε στην θάλασσα εκεί στο βραχάκι που συχνά κάθονταν και κουβεντιάζανε με τον Αντρέα την αγάπη τους και με το σβησμένο βλέμμα της παρακολουθούσε το πέλαγος θαρρείς και περίμενε κάτι που αργούσε ναρθεί....κι όμως μέσα της κάτι της έλεγε πως ο Αντρέας είναι ζωντανός και κάποια μέρα θα φανεί στο νησί και θα ξαναζωντανέψει το σπιτικό της με την βροντερή φωνή του.

Μια μέρα λοιπόν ξάφνου διαδόθηκε σαν αστραπή το νέο πως κάποιος σφουγγαράς από το νησί είχε δεί τον Αντρέα να κυκλοφορεί στην Τάρπον Σπρίνγκς, μια μεγάλη πολιτεία του εξωτερικού. Η Ελένη με το που τόμαθε κατέβηκε αναμαλλιασμένη και ρώταγε τις γυναίκες να μάθει περισσότερα μα κανείς δεν μπορούσε να της πεί περισσότερα.

Η κυρά Μαγκαφούλα , που έκανε παρέα στον πόνο της κόρης της, έλυωνε και αυτή μέρα με τη μέρα από τότε που δεν ξανάδωσε σημεία ζωής ο Κωνσταντής. Χήρα και η ίδια, ο άντρας της σφουγγαράς και αυτός, τον άρπαξε ένα σκυλόψαρο και δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω,θλιβόταν για την κακοτυχία της κόρης της, και κάθε μέρα παρακαλούσε νάναι καλά ο Κωνσταντής και να γυρίσει...

"Μάνα, τρέχα" ακούστηκε λαχανιασμένη η Ελένη.....ο Αντρέας ζεί....Καμιά τους δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε και για πότε χωρίς να το καταλάβουν και οι δυό ετοιμάστηκαν με μια συμφωνία που δεν έκαναν ποτέ με λόγια παρά μοναχά με τις ματιές και πήραν τον δρόμο για ένα ξωκκλήσι την Παναγίτσα. Η Ελένη είχε έτοιμο από καιρό να κάνει ένα τάμα, αλλά διαρκώς το ανέβαλλε. Θα πρόσφερε στην Παναγίτσα μια αλυσσίδα που καταλήγει σε αργυρή καρδιά, για να παρακαλέσει την Παναγία να κάνει το θαύμα της να γυρίσει ο Αντρέας της στο νησί και νάν' γερός.


"Παναγία μου Δέσποινα κάνε να γυρίσει ο Αντρέας μου και εγώ θάρχομαι και θα σε λειτουργώ κάθε μέρα".


Και ήξερε τι έλεγε γιατί το εκκλησάκι ήταν πάνω σε ένα βράχο και ήταν δύσκολο να το φτάσεις, έτσι κανείς δεν το είχε λειτουργήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Ο άνθρωπος από τα αρχαία χρόνια ακόμη κατέθετε την ελπίδα του όταν αντιμετώπιζε κάποια δυσκολία που ξεπερνούσε τις δικές τους δυνάμεις παρακαλώντας τον θεό να τον βοηθήσει. Σε ανταπόδοση προσέφερε το τάμα (στα αρχαία χρόνια ανάθημα) μια μορφή εικονοποίησης του αιτήματός του το οποίο προσέφερε προς τον θεό ως είδος ευγνωμοσύνης.

Το εκκλησάκι της Παναγίτσας βρισκόταν στην κορυφή ενός δύσβατου λόφου. Μετά από πολύωρη ανάβαση και αφού κόντευαν να φτάσουν στο εκκλησάκι, μάνα και κόρη αντίκρυσαν το χάος....Οι βροχές του χειμώνα είχαν διαβρώσει το έδαφος και είχαν δημιουργήσει έναν γκρεμό που δεν τους επέτρεπε να φτάσουν στο εκκλησάκι το οποίο στεκόταν μοναχό του σκαρφαλωμένο σε ένα βράχο ξεκομένο πλέον από το νησί. Η Ελένη δεν άντεξε σαν αντίκρυσε αυτό το θέαμα και απελπισμένη έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της αποκαμωμένη, αναλογιζόμενη πως μπορεί και να μην καταφέρει να εκπληρώσει το τάμα της, αφού δεν μπορεί να φτάσει στο εκκλησάκι. Η καδένα και το κερί- τα αντικείμενα του τάματος - που βλέπουμε να κρατά στο αριστερό της χέρι, είναι έτοιμα να πέσουν στο χώμα.

Η σκηνή φωτίζεται από μια αναμμένη λαμπάδα που σκορπά ένα λιγοστό χλωμό φως που συμβολίζει την ελπίδα που υπάρχει άσβεστη σε κάθε άνθρωπο. Ταυτόχρονα η λαμπάδα μας μεταφέρει το μάτι στο βάθος εκεί όπου μια αστραπή δείχνει να σκίζει τον ουρανό και να φωτλιζει το εκκλησάκι, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την αγριότητα του τοπίου.

Τραγική μορφή η μαυροφορεμένη μάνα, στρέφει το πρόσωπό της προς το εκκλησάκι ψηλά στο βάθος πέρα από τη χαράδρα. Κρατώντας με στοργή το κεφάλι της κόρης, ατενίζει με πίστη το ξωκλήσι σα να θέλει να αντλήσει παρηγοριά, και συγχρόνως δύναμη, για να μπορέσουν να βρούν ένα τρόπο να φτάσουν στο εκκλησάκι της Παναγίτσας και να εκπληρώσουν το τάμα τους,

"Παναγιά μου μεγαλόχαρη κάνε το θαύμα σου να ξαναγυρίσει ο Αντρέας στο νησί και να ξανάρθει το χαμόγελο στα χείλη της Ελένης μου, και εγώ λαμπάδα όση είναι το μπόϊ του Αντρέα θα σου ανάψω".....
Και μετά...........
Το τι απέγινε δεν το γνωρίζω....αφού η ιστορία αυτή είναι φανταστική.....μόνο ο πίνακας του Γύζη είναι αληθινός....

Εσείς πως φαντάζεστε πως τέλειωσε η ιστορία??? Κατάφεραν να φτάσουν η κυρά Μαγκαφούλα και η Ελένη στο εκκλησάκι? Γύρισε κάποτε ο Αντρέας στο νησί? ας γίνουμε για λίγο ο καθένας ένας μικρός σεναριογράφος.....Ζωγραφείστε τη δική σας ιστορία........

6 σχόλια:

  1. Επειδή το σχόλιο αυτό το γράφω λίγο πριν αποχωρήσω από τον υπολογιστή μου, σου υπόσχομαι ότι θα ξανάρθω και θα σου αφηγηθώ τις σκέψεις μου για το τέλος της ιστορίας.

    Το Τάμα του Γύζη είναι ένας από τους αγαπημένους πίνακες, ανεξάρτητα από ζωγράφο ή τεχνοτροπία, και τον έχω δει δύο φορές από κοντά -μην ξεχνάς ότι μένω στη Θεσσαλονίκη και δεν μπορώ να έρχομαι συχνά στην Αθήνα.

    Αναγνώστες της Dyosmaraki,
    αφεθείτε στη γοητεία του κορυφαίου των Ελλήνων ζωγράφων (ας με συγχωρήσουν οι υπόλοιποι).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η μάνα και η κόρη δεν φτάνουν ποτέ στο εκκλησάκι. Όταν αρχίζει να σουρουπώνει, αποκαμωμένες πια, ξεκινούν για τον δρόμο του γυρισμού. Με δάκρυα στα μάτια και οι δύο τους, με σκυμμένο το κεφάλι, προχωράνε αμίλητες θρηνόντας. Μετά από ολόκληρη τη δύσβατη διαδρομή φτάνουν στο σπίτι με κόκκινα μάτια. Ακούνε φασαρία από το μέσα του σπιτιού και προς στιγμή ξεχνούν τον πόνο τους -φοβήθηκαν τι συμβαίνει. Άξαφνα, η πόρτα τρίζει και ανοίγει απότομα. Στην λακρη της πόρτας στέκεται μια αντρική φιγούρα, ηλιοκαμένη. Προς στιγμή δεν τον αναγνώρισαν λόγο της ομίχλης που είχαν στα μάτια. Μετά από μερικές άκαρπες προσπάθειες να αρθώσει λόγο η Ελένη, πέφτει στην αγκαλιά με αναφιλητά. Η μάνα με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη στρέφει το κεφάλι προς τον ουρανό και βάζει τον σταυρό της. Μεγαλόχαρη, ψιθύρισε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ήμαρτον και έλεος... Παύω να κανω οποιοδήποτε σχολιο για τις ιστοριες σου , είναι πολύ μικρές οι λέξεις για να τις χαρακτηρισουν. Μπραβο σου!

    Απλα να ξερεις οτι θα ερχομαι ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ από δω με την αγωνία για μιά νέα ιστορια.

    Σε ευχαριστω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @antoine Σε ευχαριστώ....

    @Hari Η ιστορία σου μου θύμησε εκείνα τα παραδοσιακά τραγούδια που σαν αντικρύζουν τον ξενιτεμένο (αγνώριστο από τις κακουχίες) και προτού να εκδήλώσουν τα συναισθήματά τους, ζητούν ένα σημάδι αναγνώρισης.....

    @βρασίδα τα σχόλιά σου είναι πάντα ευπρόσδεκτα με όσο μικρές η μεγάλες λέξεις έχει ο καθένας να γράψει. Αλλωστε μην ξεχνάς πως είσαι το γούρι μου αφού έκανες ποδαρικό εδώ. Μια λοιπόν και περιμένεις νέες ιστοριούλες συνεχίζω....(Μου κάνει σαν τις 1000 + 1 νύχτες....)

    Ισως αυτή η ιστοριούλα να είναι λίγο μελαγχολική για καλοκαιράκι που συνήθως έχουμε πιο χαλαρή διάθεση, αλλά λόγω δεκαπενταύγουστου σκέφτηκα να είναι και λίγο επίκαιρη...Υπόσχομαι η επόμενη να είναι πιο χαρούμενη.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @dyosmaraki Αφού η ιστορία μας διαδραματίζεται στον 19ο αιώνα...:) Είναι παραδοσιακή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. telios angenisiako to thema..einai opos ton odisea tis ithakis..

    einai i psixi pou anazita ton ghrismo tis agapis...
    ite paradosiako i opos kai na tin lete tin istoria...mou thimase emena tin poria tis zois mou ..oso gia to telos tis istorias..opou panagia..ekei kai i epistrofi ..tis patridas tis psixis tis.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ποιά είναι η γνώμη σας;